- ισόποσο(ν)
- το равное количество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ισόποσος — η, ο (ΑΜ ἰσόποσος, ον) ίσος σε ποσότητα με κάποιον άλλο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ισόποσο το ίσο ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ποσόν] … Dictionary of Greek